ῥητορικῶν

ῥητορικῶν
ῥητορικός
oratorical
fem gen pl
ῥητορικός
oratorical
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λολλιανός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τον δολοφόνησαν με χτυπήματα. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Ιουλίου. II (2ος αι. μ.Χ.). Εφέσιος σοφιστής, που δίδαξε ρητορική στην Αθήνα. Η Ελλάδα βρισκόταν τότε υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων και οι Αθηναίοι… …   Dictionary of Greek

  • Phöbammon — Phöbammon, griechischer Grammatiker zu Anfang des 5. Jahrh.; er schr.: Περὶ σχημάτων ῥητορικών, herausgeg. im 1. Bd. der Rhetores gr. von Aldus u. von Normann, Ups. 1690 …   Pierer's Universal-Lexikon

  • αμφιδιόρθωσις — ἀμφιδιόρθωσις ( εως), η (Α) ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο ο ρήτορας προπαρασκευάζει κάποια υπερβολική έκφραση για να τήν επανορθώσει έπειτα ο ίδιος αποτελεί συνδυασμό τών ρητορικών σχημάτων τής προδιορθώσεως και επιδιορθώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι… …   Dictionary of Greek

  • βερμπαλισμός — ο 1. η χρησιμοποίηση λέξεων και φράσεων που δεν ανταποκρίνονται σε αντίστοιχες έννοιες 2. η ασάφεια των εννοιών μέσα στη ροή ηχηρών λέξεων και εντυπωσιακών ρητορικών σχημάτων 3. η άσκοπη φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • λογογραφία — η (Α λογογραφία) [λογογράφος] νεοελλ. η συγγραφή πεζογραφημάτων αρχ. 1. η συγγραφή ή σύνταξη λόγων, συνήθως ρητορικών και επ αμοιβή 2. η υπηρεσία ή το αξίωμα τού αρχειοφύλακα δικαστηρίου …   Dictionary of Greek

  • πολυσχημάτιστος — η, ο / πολυσχημάτιστος, ον, ΝΜΑ 1. ο σχηματισμένος με ποικίλο τρόπο, πολύμορφος 2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από ποικίλα μέτρα 3. το ουδ. ως ουσ. το πολυσχημάτιστο(ν) η ποικιλία πολλών ρητορικών σχηματισμών. επίρρ... πολυσχηματίστως Α με… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμολογία — η, Ν 1. μελέτη τών ποιητικών, μουσικών ή ρητορικών ρυθμών 2. πραγματεία για τους ρυθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κων. Σάθα] …   Dictionary of Greek

  • φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”